ΒΕΣΑΪ
(Βεσαΐ) [συντετμημένη μορφή του Βεσελεήλ].
1. Ισραηλίτης του οποίου οι απόγονοι, που αριθμούσαν πάνω από 300, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ.—Εσδ 2:17· Νε 7:23.
2. Κάποιος με αυτό το όνομα, ή εκπρόσωπος μιας ομώνυμης οικογενειακής ομάδας, ο οποίος επικύρωσε την «αξιόπιστη συμφωνία» του Νεεμία.—Νε 9:38· 10:1, 14, 18.