ΒΟΑΝ
(Βοάν) [πιθανώς, Αντίχειρας].
1. Απόγονος του Ρουβήν, το όνομα του οποίου δόθηκε σε μια πέτρα που καθόριζε το όριο της περιοχής του Ιούδα.—Ιη 15:6· 18:17.
2. Η «πέτρα του Βοάν» αποτελούσε οροθέσιο για τις φυλές του Βενιαμίν και του Ιούδα. (Ιη 15:6· 18:17) Βρισκόταν κοντά στη βορειοδυτική γωνία της Αλμυρής Θάλασσας, προφανώς κοντά στη βάση του οροπεδίου που αποτελεί την Κοιλάδα Αχώρ.