ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
(Δημήτριος) [Αυτός που Ανήκει ή Αναφέρεται στη Δήμητρα [τη θεά της γεωργίας]].
1. Αργυροχόος από την Έφεσο της Μικράς Ασίας ο οποίος υποκίνησε οχλαγωγία εναντίον του αποστόλου Παύλου και των συντρόφων του στο τέλος των δύο ή τριών ετών κατά τα οποία έμεινε ο Παύλος στην Έφεσο (περ. 53-55 Κ.Χ.), στη διάρκεια του τρίτου ιεραποστολικού του ταξιδιού. Το κήρυγμα του Παύλου είχε ευλογηθεί με επιτυχία, καθώς πολλοί σταμάτησαν να ασκούν μαγεία και έκαψαν τα βιβλία τους. Ο Δημήτριος, ο οποίος διηύθυνε μια ακμάζουσα επιχείρηση που κατασκεύαζε ασημένια ομοιώματα του ναού της θεάς Αρτέμιδος, θορυβημένος από την ενδεχόμενη απώλεια του εισοδήματός του εξαιτίας της επιτυχίας που είχε ο Παύλος κάνοντας μαθητές του Χριστού, ξεσήκωσε τους τεχνίτες καθώς και άλλους. Παρουσιάζοντας ένα διπλό επιχείρημα, ότι επαπειλούνταν απώλεια της εργασίας τους και ότι υπήρχε κίνδυνος να περιέλθει σε ανυποληψία ο ναός της Αρτέμιδος, πέτυχε να προκαλέσει σύγχυση σε ολόκληρη την πόλη.
Έπειτα από δύο περίπου ώρες ο γραμματέας της πόλης κατάφερε να ηρεμήσει την κατάσταση. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του, αν ο Δημήτριος και οι τεχνίτες είχαν κάποια κατηγορία εναντίον του Παύλου και των συντρόφων του, υπήρχαν δικαστήρια για να χειριστούν το ζήτημα σύμφωνα με το νόμο, αλλά αυτή η άτακτη διαδήλωση εξέθετε την πόλη στον κίνδυνο να κατηγορηθεί από τη ρωμαϊκή κυβέρνηση για στασιασμό. Τότε το πλήθος ησύχασε, άφησε ελεύθερους τους συνεργάτες του Παύλου και έφυγε από το θέατρο, τον τόπο όπου είχε λάβει χώρα η επαίσχυντη οχλαγωγία. Λίγο αργότερα, ο Παύλος ξεκίνησε για τη Μακεδονία.—Πρ 19:18, 19, 23-41· 20:1.
2. Κάποιος Χριστιανός για τον οποίο κάνει ευνοϊκή μνεία ο απόστολος Ιωάννης σε μια επιστολή του προς τον Γάιο, περίπου το 98 Κ.Χ. Ίσως ο Δημήτριος να διαβίβασε την επιστολή στον Γάιο. Ο Ιωάννης μπορεί να έκανε αυτές τις συστάσεις για τον Δημήτριο προκειμένου να ενθαρρύνει τον Γάιο να εκδηλώσει φιλοξενία, εφόσον φαίνεται ότι οι εκκλησίες είχαν τη συνήθεια να βοηθούν τους πιστούς αδελφούς που ταξίδευαν για χάρη των καλών νέων παρέχοντάς τους τροφή και κατάλυμα.—3Ιω 1, 12.