ΔΩΔΩ
(Δωδώ) [από μια ρίζα που σημαίνει «αγαπητός»].
1. Πρόγονος, πιθανώς ο παππούς, του Κριτή Θωλά από τη φυλή του Ισσάχαρ.—Κρ 10:1.
2. Απόγονος του Βενιαμίν μέσω του Αχωχί. Ο γιος του Δωδώ, ο Ελεάζαρ, ήταν ένας από τους τρεις κραταιούς άντρες του Δαβίδ. (2Σα 23:9· 1Χρ 11:12) Ο Δωδαΐ (παραλλαγή του ονόματος «Δωδώ») υπηρετούσε, πιθανώς αντιπροσωπευτικά μέσω του γιου του τού Ελεάζαρ, ως αρχηγός της στρατιωτικής υποδιαίρεσης του δεύτερου μήνα.—1Χρ 27:4.
3. Κάτοικος της Βηθλεέμ του οποίου ο γιος, ο Ελχανάν, ήταν ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ.—2Σα 23:24· 1Χρ 11:26.