ΕΛΙΑΣΙΒ
(Ελιασίβ) [Ο Θεός μου Επιστρέφει (Επαναφέρει)].
1. Λευίτης από τους γιους του Ααρών στον οποίο έπεσε ο κλήρος της 11ης ιερατικής υποδιαίρεσης την εποχή του Δαβίδ.—1Χρ 24:1, 5, 6, 12.
2. Ο πατέρας κάποιου Ιεχωανάν.—Εσδ 10:6.
3. Λευίτης υμνωδός του ναού ο οποίος συγκαταλεγόταν σε εκείνους που απέπεμψαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους την εποχή του Έσδρα.—Εσδ 10:16, 17, 23, 24, 44.
4. Απόγονος του Ζατθού ο οποίος συγκαταλεγόταν και αυτός στους άντρες που εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους.—Εσδ 10:16, 17, 27, 44.
5. Απόγονος του Βανί, άλλος ένας από εκείνους που απέβαλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους.—Εσδ 10:16, 17, 34, 36, 44.
6. Εγγονός του Ιησού που επέστρεψε μαζί με τον Ζοροβάβελ από τη βαβυλωνιακή εξορία. Ο Ελιασίβ ήταν αρχιερέας την εποχή του Νεεμία και συμμετείχε με τους άλλους ιερείς στην ανοικοδόμηση της Πύλης των Προβάτων στο τείχος της Ιερουσαλήμ. (Νε 12:1, 10· 3:1) Κατά την απουσία του Νεεμία, ο ίδιος ο Ελιασίβ μόλυνε το ναό φτιάχνοντας μια τραπεζαρία στην αυλή του ναού για τον Τωβία τον Αμμωνίτη, το συγγενή του. Αλλά ο Νεεμίας, μόλις επέστρεψε, πέταξε έξω τα έπιπλα του Τωβία και έβαλε να καθαρίσουν τις τραπεζαρίες. Ο Νεεμίας έδιωξε επίσης έναν από τους γιους του Ιεχωδαέ, του γιου του Ελιασίβ, επειδή είχε παντρευτεί μια κόρη του Σαναβαλλάτ του Ορωνίτη.—Νε 13:4, 5, 7-9, 28.
7. Γιος του Ελιωηναΐ, απόγονος του Βασιλιά Δαβίδ.—1Χρ 3:1, 5, 10, 24.