ΕΛΙΧΩ-ΗΝΑΪ
(Ελιχώ-ηναΐ) [Προς τον Ιεχωβά Είναι τα Μάτια Μου].
1. Πυλωρός που ανήκε στους Κορεΐτες και είχε διοριστεί από τον Δαβίδ, έβδομος γιος του Μεσελεμία από τη φυλή του Λευί.—1Χρ 26:1-3.
2. Ο γιος του Ζεραΐα ο οποίος, συνοδευόμενος από 200 άρρενες του πατρικού οίκου του Φαάθ-μωάβ, επέστρεψε από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Έσδρα.—Εσδ 8:1, 4.