ΕΦΑ, 1
(εφά).
Μέτρο στερεών, ίσο με δέκα γομόρ (Εξ 16:36) ή με το ένα δέκατο του χομόρ. Το εφά αντιστοιχούσε στο βαθ—το οποίο ήταν μέτρο υγρών—και ως εκ τούτου υπολογίζεται στα 22 λίτρα. (Ιεζ 45:11) Στις Γραφές, το «εφά» χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει κάποια ποσότητα από αλεύρι (Λευ 5:11), κριθάρι (Ρθ 2:17), ψημένα σιτηρά (1Σα 17:17) και σιτάρι (Ιεζ 45:13). Η λέξη αυτή αναφέρεται επίσης στο δοχείο που χρησιμοποιούσαν για να μετρούν το εφά. (Λευ 19:36· Αμ 8:5) Τα εδάφια Ζαχαρίας 5:6-11 περιγράφουν ένα εφά σκεπασμένο με ένα μολύβδινο κυκλικό καπάκι, μέσα στο οποίο ήταν κλεισμένη η γυναίκα που ονομαζόταν «Πονηρία».