ΚΑΥΣΙΜΟ
Κατά κυριολεξία, «τροφή» για τη φωτιά. (Ησ 9:5, 19· Ιεζ 15:4) Ανάμεσα στις καύσιμες ύλες που κατονομάζονται στην Αγία Γραφή είναι τα κάρβουνα (Ησ 47:14· Ιωα 18:18), τα ξύλα (Ιη 9:27· Ησ 44:14-16· Ιερ 7:18), τα βούρλα (Ιωβ 41:20), τα αγκάθια (Εκ 7:6) και τα κλήματα (Ιεζ 15:6). Επίσης, το ελαιόλαδο ήταν καύσιμο το οποίο χρησιμοποιούσαν συχνά στα λυχνάρια. (Εξ 27:20· Ματ 25:3, 4) Το ξύλο, στη φυσική του κατάσταση ή με τη μορφή του κάρβουνου, ήταν πιθανώς το κατ’ εξοχήν καύσιμο των Ισραηλιτών. Για θέρμανση έκαιγαν συνήθως κάρβουνα μέσα στο μαγκάλι. (Ιερ 36:22) Άλλοτε τα έκαιγαν χωρίς να τα τοποθετούν σε δοχείο, όπως συνέβη προφανώς στην περίπτωση που ο Ιησούς Χριστός, μετά την ανάστασή του, ετοίμασε πρωινό πάνω σε ανθρακιά.—Ιωα 21:9, 10· βλέπε ΚΑΡΒΟΥΝΟ.
Για να απεικονίσει τις σκληρές συνθήκες που θα επικρατούσαν κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, ο Ιεζεκιήλ έλαβε την εντολή να χρησιμοποιήσει ως καύσιμο ανθρώπινα κόπρανα, αλλά όταν έφερε αντίρρηση, ο Ιεχωβά τού επέτρεψε να τα αντικαταστήσει με κόπρανα βοδιού. (Ιεζ 4:8, 12-15) Μολονότι μερικοί στη Μέση Ανατολή σήμερα χρησιμοποιούν ξερή κοπριά βοοειδών λόγω έλλειψης ξύλων, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το ίδιο έκαναν συνήθως και οι Ισραηλίτες, ιδιαίτερα εφόσον στην αρχαιότητα η Παλαιστίνη διέθετε πολύ περισσότερα δάση από ό,τι τώρα.