ΓΑΡΗΒ
(Γαρήβ) [Αυτός που Έχει Ψώρα].
1. Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ, Ιεθρίτης από τη φυλή του Ιούδα.—2Σα 23:8, 38· 1Χρ 2:4, 5, 18, 19, 50, 53· 11:26, 40.
2. Λόφος ο οποίος αναφέρεται σε μια προφητεία αποκατάστασης που έγραψε ο Ιερεμίας (31:39), παραπέμποντας προφανώς στα δυτικά όρια της ανοικοδομημένης πόλης της Ιερουσαλήμ. Η ακριβής θέση του είναι άγνωστη.