ΓΗΡΣΩΝ
(Γηρσών) [Πάροικος Εκεί].
Ο πρώτος από τους τρεις γιους του Λευί στη σειρά με την οποία αναφέρονται. Οι απόγονοι του Γηρσών ονομάζονταν Γηρσωνίτες και “γιοι του Γηρσών”. (Εξ 6:16· Αρ 3:17, 21· 7:7· 26:57· Ιη 21:6, 27· 1Χρ 6:1· 23:6) Ονομάζεται και Γηρσώμ. (1Χρ 6:16, 17, 20, 43, 62, 71· 15:7) Οι γιοι του Γηρσών ήταν ο Λιβνί (ο οποίος προφανώς αποκαλείται Λαδάν στα εδάφια 1Χρ 23:7· 26:21) και ο Σιμεΐ.—Εξ 6:17· Αρ 3:18· 1Χρ 6:17, 20.