ΓΗΣΕΜ
(Γησέμ) [πιθανώς, Νεροποντή· Δυνατή Βροχή].
Άραβας ο οποίος, μαζί με τον Σαναβαλλάτ και τον Τωβία, εναντιώθηκε στον Νεεμία κατά την ανοικοδόμηση του τείχους της Ιερουσαλήμ. Αυτοί οι εχθροί αρχικά χλεύασαν τον Νεεμία και τους συνεργάτες του. (Νε 2:19) Στη συνέχεια, συνωμότησαν και έστησαν πλεκτάνη εναντίον του Νεεμία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. (Νε 6:1-4) Τελικά, ο Σαναβαλλάτ έστειλε μια επιστολή στον Νεεμία όπου παρέθετε κάποια κατηγορία του Γησέμ σύμφωνα με την οποία ο Νεεμίας και οι Ιουδαίοι σχεδίαζαν να στασιάσουν και ο Νεεμίας θα γινόταν βασιλιάς τους. Και πάλι, όμως, οι εχθροί απέτυχαν. (Νε 6:5-7) Το γεγονός ότι ο Σαναβαλλάτ παραθέτει στην επιστολή τα λόγια του Γησέμ αφήνει να εννοηθεί ότι ο Γησέμ ήταν άνθρωπος με κύρος. Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι σχέσεις ανάμεσα στην περσική αυλή και στις αραβικές φυλές ήταν καλές μετά την περσική εισβολή στην Αίγυπτο.
Μια ιδιωματική μορφή του ονόματος Γησέμ, το όνομα Γκασμ, αναφέρεται σε μια επιγραφή που βρέθηκε στην αρχαία Δαιδάν, στο βόρειο τμήμα της Αραβίας. Το όνομα Γησέμ εμφανίζεται σε κάποια αραμαϊκή επιγραφή πάνω σε μια ασημένια κούπα η οποία βρέθηκε στην Αίγυπτο. Η επιγραφή λέει: «Αυτό το οποίο ο Καϊνού μπαρ Γκεσέμ [Γησέμ], βασιλιάς της Κηδάρ, έφερε ως προσφορά στη [θεά] χαν-Ιλάτ».—Εφημερίδα Μελετών της Εγγύς Ανατολής (Journal of Near Eastern Studies), 1956, Τόμ. 15, σ. 2.