ΓΙΔΔΗΛ
(Γιδδήλ) [Μεγαλωμένος].
1. Πρόγονος μιας οικογένειας Νεθινίμ, δηλαδή υπηρετών του ναού, που ήταν μεταξύ εκείνων οι οποίοι επέστρεψαν με τον Ζοροβάβελ από τη βαβυλωνιακή εξορία το 537 Π.Κ.Χ.—Εσδ 2:1, 2, 43, 47· Νε 7:49.
2. Κεφαλή ενός από τους πατρικούς οίκους “των γιων των υπηρετών του Σολομώντα” οι οποίοι συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων που επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και στον Ιούδα το 537 Π.Κ.Χ.—Εσδ 2:1, 2, 55, 56· Νε 7:58.