ΑΔΑΔ
(Αδάδ).
1. Ένας από τους 12 γιους του Ισμαήλ, του γιου που απέκτησε ο Αβραάμ από την παλλακίδα του την Άγαρ.—Γε 25:12-15· 1Χρ 1:28-30.
2. Διάδοχος του θρόνου του Εδώμ μετά το θάνατο του Χουσάμ. «Ο Αδάδ, ο γιος του Βεδάδ, ο οποίος νίκησε τους Μαδιανίτες στην περιοχή του Μωάβ», βασίλευε προφανώς από την πόλη Αβίθ.—Γε 36:31, 35, 36· 1Χρ 1:46, 47.
3. Άλλος βασιλιάς του Εδώμ και σύζυγος της Μεεταβεήλ. Ο Αδάδ διαδέχθηκε στο θρόνο τον Βάαλ-χανάν και «το όνομα της πόλης του ήταν Παού». (1Χρ 1:43, 50, 51) Στο εδάφιο Γένεση 36:39 ονομάζεται Αδάρ, πράγμα που μπορεί να οφείλεται σε λανθασμένη αντιγραφή, επειδή τα εβραϊκά γράμματα τα οποία αντιστοιχούν στο «ρ» (ר) και στο «δ» (ד) μοιάζουν πολύ μεταξύ τους.
4. Εδωμίτης ο οποίος ανήκε στους βασιλικούς απογόνους και δημιουργούσε προβλήματα στον Ισραήλ κατά την περίοδο της βασιλείας του Σολομώντα. Ενώ ήταν ακόμη παιδί, ο Αδάδ, μαζί με μερικούς από τους υπηρέτες του πατέρα του, κατέφυγε στην Αίγυπτο μέσω της Φαράν για να γλιτώσει από τη σφαγή όλων των αρρένων του Εδώμ από τον Ιωάβ. Στην Αίγυπτο ο Αδάδ και εκείνοι που ήταν μαζί του έτυχαν καλής υποδοχής και ο Φαραώ έδωσε στον Αδάδ σπίτι, τροφή και γη, και μάλιστα αργότερα του έδωσε για σύζυγο την ίδια του την κουνιάδα. Από αυτή τη γυναίκα, ο Αδάδ απέκτησε έναν γιο ονόματι Γενουβάθ, ο οποίος ζούσε στην κατοικία του Φαραώ, ανάμεσα στους γιους του Φαραώ. Μόλις έμαθε ο Αδάδ ότι ο Βασιλιάς Δαβίδ και ο Ιωάβ είχαν πεθάνει, επέστρεψε στον Εδώμ και έκτοτε αντιστεκόταν στον Σολομώντα.—1Βα 11:14-22, 25.
5. Ο Αδάδ θεωρείται η κυριότερη θεότητα της αρχαίας Συρίας και ταυτίζεται γενικά με τον Ριμμών. Το όνομα Αδάδ αποτελεί συνθετικό των ονομάτων ορισμένων Σύριων βασιλιάδων, όπως του Βεν-αδάδ (1Βα 15:18) και του Αδαδέζερ (1Βα 11:23), ενώ εμπερικλείεται επίσης στο όνομα Αδαδριμμών.—Ζαχ 12:11· βλέπε ΑΔΑΔΡΙΜΜΩΝ.