ΑΝΑΝΙ
(Ανανί) [πιθανώς συντετμημένη μορφή του Ανανίας].
1. Ένας από τους 14 γιους του Αιμάν. Ο Ανανί κληρώθηκε να ηγείται της 18ης ομάδας μουσικών στο αγιαστήριο την εποχή του Βασιλιά Δαβίδ.—1Χρ 25:4-6, 9, 25.
2. Ο βλέπων, ή οραματιστής, που επέπληξε τον Βασιλιά Ασά του Ιούδα διότι συμμάχησε με το βασιλιά της Συρίας αντί να βασιστεί στον Ιεχωβά. Ο βασιλιάς τον έβαλε στο οίκημα των ξύλινων δεσμών επειδή προσβλήθηκε με τα όσα του είπε. (2Χρ 16:1-3, 7-10) Ο Ανανί ήταν προφανώς ο πατέρας του Ιηού, του προφήτη ο οποίος επέπληξε τον Βαασά, βασιλιά του Ισραήλ, και τον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα.—1Βα 16:1-4, 7· 2Χρ 19:2, 3· 20:34.
3. Ιερέας από τους «γιους του Ιμμήρ». Ένας από εκείνους που απέπεμψαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους ενεργώντας σε αρμονία με την προτροπή του Έσδρα.—Εσδ 2:36, 37· 10:10, 11, 20, 44.
4. Αδελφός του Νεεμία. Όταν ο Ανανί ήρθε στα Σούσα μαζί με άλλους άντρες από τον Ιούδα, ενημέρωσε τον Νεεμία για την κατάσταση του τείχους της Ιερουσαλήμ. (Νε 1:2, 3) Μετά την ανοικοδόμηση του τείχους, ο Νεεμίας ανέθεσε τη διοίκηση της Ιερουσαλήμ στον αδελφό του τον Ανανί καθώς και στον Ανανία.—Νε 7:1, 2.
5. Λευίτης ιερέας και μουσικός ο οποίος συμμετείχε στην πομπή που διοργάνωσε ο Νεεμίας κατά την εγκαινίαση του τείχους της Ιερουσαλήμ.—Νε 12:31-36.