ΑΝΩΧ
(Ανώχ) [Εκπαιδευμένος· Εγκαινιασμένος [δηλαδή αφιερωμένος]].
1. Γιος του Μαδιάμ, του τέταρτου στη σειρά κατονομαζόμενου γιου του Αβραάμ από τη Χετούρα.—Γε 25:1, 2, 4· 1Χρ 1:33.
2. Γιος του Ρουβήν, του πρωτοτόκου του Ιακώβ, και ο προπάτορας των Ανωχιτών.—Γε 46:8, 9· Εξ 6:14· Αρ 26:4, 5· 1Χρ 5:3.