ΕΒΡΑΙΟΣ
Η επωνυμία «Εβραίος» χρησιμοποιείται πρώτη φορά για τον Άβραμ, διακρίνοντάς τον από τους Αμορραίους γείτονές του. (Γε 14:13) Έκτοτε, ουσιαστικά σε κάθε περίπτωση που χρησιμοποιείται, ο όρος «Εβραίος(-οι)» συνεχίζει να εφαρμόζεται ως επωνυμία που αντιδιαστέλλει ή διακρίνει όποιον ή όποιους χαρακτηρίζει—είτε το άτομο που χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο δεν ανήκει στο ισραηλιτικό έθνος (Γε 39:13, 14, 17· 41:12· Εξ 1:16· 1Σα 4:6, 9) είτε πρόκειται για Ισραηλίτη που απευθύνεται σε κάποιον αλλοεθνή (Γε 40:15· Εξ 1:19· 2:7· Ιων 1:9) είτε γίνεται μνεία αλλοεθνών (Γε 43:32· Εξ 1:15· 2:11-13· 1Σα 13:3-7).
Όπως δείχνουν τα παραπάνω εδάφια, το 18ο αιώνα Π.Κ.Χ. οι Αιγύπτιοι ήταν ήδη εξοικειωμένοι με την επωνυμία «Εβραίος». Αυτό φαίνεται να υποδηλώνει ότι ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ είχαν γίνει αρκετά γνωστοί σε μια ευρεία περιοχή, με αποτέλεσμα να είναι αναγνωρίσιμος ο προσδιορισμός «Εβραίος». Όταν ο Ιωσήφ μίλησε για «τη γη των Εβραίων» (Γε 40:15) σε δύο υπηρέτες του Φαραώ, αναμφίβολα αναφερόταν στην περιοχή γύρω από τη Χεβρών, την οποία ο πατέρας του και οι προπάτορές του χρησιμοποιούσαν επί πολύ καιρό ως ένα είδος βάσης για τις δραστηριότητές τους. Περίπου έξι αιώνες αργότερα, οι Φιλισταίοι εξακολουθούσαν να αποκαλούν τους Ισραηλίτες «Εβραίους». Την εποχή του Βασιλιά Σαούλ, οι όροι «Εβραίοι» και «Ισραήλ» ήταν ισοδύναμοι. (1Σα 13:3-7· 14:11· 29:3) Τον ένατο αιώνα Π.Κ.Χ., ο προφήτης Ιωνάς αυτοπροσδιορίστηκε ως Εβραίος μιλώντας σε κάποιους ναύτες (πιθανώς Φοίνικες) πάνω σε ένα πλοίο έξω από το λιμάνι της Ιόππης. (Ιων 1:9) Επίσης, ο Νόμος έκανε διάκριση ανάμεσα στους «Εβραίους» δούλους και σε εκείνους που ανήκαν σε άλλους λαούς ή εθνικότητες (Εξ 21:2· Δευ 15:12), το δε βιβλίο του Ιερεμία (τον έβδομο αιώνα Π.Κ.Χ.), αναφερόμενο σε αυτό το γεγονός, δείχνει ότι ο όρος «Εβραίος» ήταν τότε ισοδύναμος του όρου «Ιουδαίος».—Ιερ 34:8, 9, 13, 14.
Σε μεταγενέστερες περιόδους, Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς αποκαλούσαν συνήθως τους Ισραηλίτες είτε «Εβραίους» είτε «Ιουδαίους», όχι «Ισραηλίτες».
Προέλευση και Σημασία του Όρου. Οι απόψεις όσον αφορά την προέλευση και τη σημασία του όρου «Εβραίος» μπορούν γενικά να αναλυθούν ως εξής:
Μια άποψη υποστηρίζει ότι το όνομα προέρχεται από τη ρίζα ‛αβάρ, που σημαίνει «περνώ· διαβαίνω· περνώ απέναντι· διασχίζω». Κατά αυτή τη λογική, ο όρος θα εφαρμοζόταν στον Αβραάμ ως εκείνον τον οποίο πήρε ο Θεός «από την άλλη πλευρά του Ποταμού [Ευφράτη]». (Ιη 24:3) Οι μεταφραστές της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα θεώρησαν ότι η λέξη έχει αυτή την έννοια και, ως εκ τούτου, στο εδάφιο Γένεση 14:13 περιέγραψαν τον Αβραάμ ως «περάτη» και όχι ως «Εβραίο». Αυτή η θεωρία είναι πολύ δημοφιλής, αλλά εμπεριέχει δυσκολίες. Η κατάληξη του όρου ‛Ιβρί (Εβραίος) είναι ίδια με την κατάληξη άλλων όρων που είναι αναμφίβολα πατρωνυμικοί, δηλαδή ονομάτων που σχηματίζονται στην εβραϊκή με την προσθήκη ενός προθήματος ή επιθήματος και φανερώνουν σχέση με το όνομα του πατέρα ή κάποιου προγόνου του ατόμου. Παραδείγματος χάρη, ο όρος Μω’αβί (Μωαβίτης) δηλώνει πρωτίστως κάποιον που είναι απόγονος του Μωάβ παρά κάποιον που προέρχεται από μια γεωγραφική περιοχή. Το ίδιο συμβαίνει και με τους όρους ‛Αμμωνί (Αμμωνίτης), Ντανί (Δανίτης) και πολλούς άλλους.
Επιπρόσθετα, αν ο όρος «Εβραίος» εφαρμόστηκε στον Αβραάμ μόνο και μόνο επειδή “πέρασε” τον Ευφράτη, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ήταν ένας πολύ γενικός όρος που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε οποιονδήποτε έκανε το ίδιο—και πιθανόν να υπήρξαν πολλοί τέτοιοι μετανάστες ανά τους αιώνες. Με μια τέτοια προέλευση, η συγκεκριμένη λέξη θα μπορούσε να αποτελέσει χαρακτηριστικό προσδιορισμό μόνο αν ήταν ευρέως αποδεκτό ότι ο Αβραάμ πέρασε τον Ευφράτη με θεϊκή εντολή. Το κατά πόσον αναγνώριζαν αυτό το γεγονός οι ειδωλολάτρες που χρησιμοποιούσαν τον όρο είναι αμφίβολο, αλλά δεν μπορεί και να θεωρηθεί αδύνατο.
Μια δεύτερη άποψη, την οποία ενστερνίζονται ορισμένοι μελετητές, είναι ότι το εν λόγω όνομα δηλώνει τους περιπλανώμενους, ή αλλιώς “περαστικούς”, σε αντιδιαστολή με όσους κατοικούν ή εγκαθίστανται σε έναν τόπο. (Παράβαλε τη χρήση της λέξης ‛αβάρ στα εδάφια Γε 18:5· Εξ 32:27· 2Χρ 30:10.) Μολονότι οι Ισραηλίτες έζησαν όντως νομαδική ζωή για ένα διάστημα, αυτό σταμάτησε να συμβαίνει μετά την κατάκτηση της Χαναάν. Εντούτοις, το όνομα Εβραίοι συνέχισε να εφαρμόζεται σε αυτούς. Μια άλλη αντίρρηση ως προς αυτή τη θεωρία θα μπορούσε να είναι ότι προσδίδει στον όρο τόσο ευρεία έννοια ώστε θα ήταν δυνατόν να περιληφθούν σε αυτόν όλοι οι νομαδικοί πληθυσμοί. Ο Ιεχωβά όμως προσδιορίζεται στην Αγία Γραφή ως «ο Θεός των Εβραίων»—πράγμα που δεν σημαίνει βέβαια “όλων των νομάδων”, εφόσον πολλοί νομαδικοί λαοί λάτρευαν ψεύτικους θεούς.—Εξ 3:18· 5:3· 7:16· 9:1, 13· 10:3.
Μια τρίτη άποψη που εναρμονίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις Βιβλικές αποδείξεις είναι ότι ο όρος «Εβραίος» (‛Ιβρί) προέρχεται από το όνομα Έβερ, το όνομα ενός δισέγγονου του Σημ και προγόνου του Αβραάμ. (Γε 11:10-26) Είναι αλήθεια ότι για τον Έβερ δεν γνωρίζουμε τίποτα άλλο εκτός από την οικογενειακή του σχέση ως κρίκου στη γενεαλογική αλυσίδα που οδήγησε από τον Σημ στον Αβραάμ. Δεν έχει καταγραφεί κάποια εξαιρετική πράξη ή κάποιο άλλο προσωπικό χαρακτηριστικό που να δικαιολογεί την ιδιαίτερα εξέχουσα χρήση του ονόματός του από τους απογόνους του. Εντούτοις, είναι αξιοσημείωτο ότι το εδάφιο Γένεση 10:21 μνημονεύει ειδικά τον Έβερ, χαρακτηρίζοντας τον Σημ ως «τον προπάτορα όλων των γιων του Έβερ». Το ότι το όνομα Έβερ εφαρμοζόταν αιώνες μετά το θάνατο του ίδιου σε έναν ορισμένο λαό ή σε περιοχή είναι φανερό από την προφητεία που εξήγγειλε ο Βαλαάμ το 15ο αιώνα Π.Κ.Χ. (Αρ 24:24) Η χρήση του ονόματος ως πατρωνυμικού θα συνέδεε επίσης τους Ισραηλίτες, σύμφωνα με την «οικογενειακή τους καταγωγή», με μια από τις οικογένειες που προήλθαν από τον Νώε, όπως είναι καταγραμμένο στα εδάφια Γένεση 10:1-32.
Όπως συμβαίνει και με τις άλλες απόψεις που εξετάστηκαν ήδη, εγείρεται το ερώτημα γιατί ο όρος «Εβραίος»—στην περίπτωση που παράγεται από το όνομα Έβερ—αποτέλεσε αποκλειστικό και χαρακτηριστικό προσδιορισμό των Ισραηλιτών. Ο Έβερ είχε και άλλους απογόνους, μέσω του γιου του τού Ιοκτάν, οι οποίοι δεν ανήκαν στη γενεαλογική γραμμή που οδήγησε στον Αβραάμ (και στον Ισραήλ). (Γε 10:25-30· 11:16-26) Θα περίμενε κανείς ότι ο όρος ‛Ιβρί (Εβραίος) θα εφαρμοζόταν σε όλους όσους μπορούσαν να αναγάγουν δικαιωματικά την καταγωγή τους στον Έβερ. Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι στην αρχή μπορεί πράγματι να συνέβαινε αυτό, αλλά με την πάροδο του χρόνου το όνομα περιορίστηκε στους Ισραηλίτες ως τους πιο επιφανείς Εβερίτες, ή αλλιώς Εβραίους. Μια τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν μοναδική στο Βιβλικό υπόμνημα. Μολονότι υπήρχαν πολλοί μη Ισραηλίτες απόγονοι του Αβραάμ, όπως οι Εδωμίτες, οι Ισμαηλίτες και οι απόγονοί του από τη σύζυγό του τη Χετούρα, οι Ισραηλίτες είναι εκείνοι που φέρουν το χαρακτηριστικό προσδιορισμό «σπέρμα του Αβραάμ». (Ψλ 105:6· Ησ 41:8· παράβαλε Ματ 3:9· 2Κο 11:22.) Φυσικά, αυτό οφείλεται στην πολιτεία του Θεού μαζί τους σε συσχετισμό με την Αβραμιαία διαθήκη. Αλλά το ίδιο το γεγονός ότι ο Θεός τούς κατέστησε έθνος και τους έδωσε ως κληρονομιά τη γη Χαναάν, καθώς και νίκες εναντίον πολλών ισχυρών εχθρών, οπωσδήποτε θα ξεχώριζε τους Ισραηλίτες, όχι μόνο από άλλους απογόνους του Αβραάμ, αλλά και από όλους τους άλλους απογόνους του Έβερ. Είναι επίσης πιθανό ότι πολλοί από αυτούς τους άλλους απογόνους έχασαν την «εβεριτική» τους ταυτότητα μέσω επιγαμίας με άλλους λαούς.
Μπορεί κάλλιστα, λοιπόν, να αληθεύει ότι η ειδική μνεία του Έβερ στους γενεαλογικούς καταλόγους αποτελεί θεϊκή ένδειξη για το ότι η ευλογία του Νώε προς τον Σημ επρόκειτο να εκπληρωθεί ιδιαίτερα στους απογόνους του Έβερ, τα δε μετέπειτα γεγονότα δείχνουν ότι οι κατ’ εξοχήν αποδέκτες αυτής της ευλογίας ήταν οι Ισραηλίτες. Αυτή η ειδική μνεία του Έβερ χρησίμευε επίσης για τον προσδιορισμό της γενεαλογικής γραμμής του υποσχεμένου Σπέρματος, το οποίο αναφέρεται στην προφητεία του Ιεχωβά στο εδάφιο Γένεση 3:15, εφόσον με αυτόν τον τρόπο ο Έβερ υποδεικνυόταν ως συγκεκριμένος κρίκος μεταξύ του Σημ και του Αβραάμ. Μια τέτοια σύνδεση εναρμονίζεται επίσης καλά με το ότι ο Ιεχωβά προσδιορίζεται ως «ο Θεός των Εβραίων».
Η προφητεία του Βαλαάμ. Η κατανόηση της προφητείας του Βαλαάμ στο εδάφιο Αριθμοί 24:24 εξαρτάται από το αν το όνομα Έβερ χρησιμοποιείται εκεί ως γεωγραφικός όρος που υποδεικνύει τη “χώρα (ή το λαό) της άλλης πλευράς” ή ως πατρωνυμικό που εφαρμόζεται ειδικά στους Εβραίους (Ισραηλίτες). Οι περισσότεροι σχολιαστές θεωρούν ότι η Κιττίμ, από την ακτή της οποίας σύμφωνα με την προφητεία θα έρχονταν πλοία για να ταλαιπωρήσουν την Ασσυρία και τον Έβερ, είναι πρωτίστως η αρχαία ονομασία της Κύπρου. Ωστόσο, όπως δείχνουν τα λήμματα ΚΙΤΤΙΜ και ΚΥΠΡΟΣ, η Κύπρος δέχτηκε ισχυρές ελληνικές επιρροές. Επίσης, το όνομα Κιττίμ μπορεί να εφαρμοστεί ευρύτερα σε περιοχές πέρα από την Κύπρο, πράγμα που ίσως επιτρέπει περαιτέρω συσχέτιση με την Ελλάδα. Γι’ αυτό, οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι η προφητεία αναφέρεται στην κατάκτηση των εθνών της Μέσης Ανατολής—περιλαμβανομένης της Ασσυρίας—από τους Έλληνες, και συγκεκριμένα από τους Μακεδόνες. Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το όνομα Έβερ χρησιμοποιείται εδώ με γεωγραφική έννοια θεωρούν πως η ταλαιπωρία του Έβερ σημαίνει ότι, όχι μόνο η Ασσυρία, αλλά και όλες οι δυνάμεις της Μεσοποταμίας (ο λαός “της άλλης πλευράς”) θα περιέρχονταν στην κυριαρχία της Δύσης. Εκείνοι που θεωρούν ότι το όνομα Έβερ προσδιορίζει τους Εβραίους υποστηρίζουν ότι η προειπωμένη ταλαιπωρία τούς έπληξε μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και υπό τη δυναστεία των Σελευκιδών, ιδιαίτερα υπό τον Αντίοχο τον Επιφανή. Όπως το όνομα Ασσυρία σε αυτό το εδάφιο είναι στην πραγματικότητα το όνομα Ασσούρ στην εβραϊκή, έτσι φαίνεται ότι και το όνομα Έβερ είναι πράγματι ένα πατρωνυμικό που προσδιορίζει τους Εβραίους, και όχι απλώς ένας γεωγραφικός προσδιορισμός.
Χρήση των Όρων «Εβραϊκή» και «Εβραίος» στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, ο όρος «εβραϊκή» χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδηλώσει τη γλώσσα που μιλούσαν οι Ιουδαίοι (Ιωα 5:2· 19:13, 17, 20· Πρ 21:40· 22:2· Απ 9:11· 16:16), τη γλώσσα στην οποία ο αναστημένος και ενδοξασμένος Ιησούς μίλησε προς τον Σαούλ από την Ταρσό. (Πρ 26:14, 15) Στο εδάφιο Πράξεις 6:1 γίνεται διάκριση μεταξύ των εβραιόφωνων Ιουδαίων και των ελληνόφωνων Ιουδαίων.—Βλέπε ΕΛΛΑΔΑ, ΕΛΛΗΝΕΣ (Ελληνιστές).
Ο Παύλος είπε ότι ο ίδιος ήταν, πρώτον, Εβραίος, δεύτερον, Ισραηλίτης, και τρίτον, από το σπέρμα του Αβραάμ. (2Κο 11:22) Ο όρος «Εβραίος» μπορεί να χρησιμοποιείται εδώ για να δείξει ποια ήταν η φυλετική του καταγωγή (παράβαλε Φλπ 3:4, 5) και ίσως η γλώσσα του, ο όρος «Ισραηλίτης» για να δείξει ότι ήταν φυσικό μέλος του έθνους το οποίο ο Θεός καθιέρωσε αρχικά ως το λαό που θα έφερε το όνομά Του (παράβαλε Ρω 9:3-5), και ο όρος «σπέρμα του Αβραάμ» για να δείξει ότι ήταν μεταξύ εκείνων που επρόκειτο να κληρονομήσουν τις υποσχεμένες ευλογίες της Αβραμιαίας διαθήκης.
Οι «Χαμπιρού». Σε πολλά κείμενα σφηνοειδούς γραφής που χρονολογούνται από την αρχή της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ., εμφανίζεται ο ακκαδικός (ασσυροβαβυλωνιακός) όρος χαμπιρού ή χαπιρού. Οι Χαμπιρού έδρασαν στη νότια Μεσοποταμία και στη Μικρά Ασία, καθώς και στις περιοχές της Χαρράν και της Μάρι. Παρόμοια, σε 60 περίπου από τις Πινακίδες της Αμάρνα, οι οποίες ανακαλύφτηκαν στην Αίγυπτο, διάφοροι υποτελείς ηγεμόνες της Χαναάν γράφουν στον Φαραώ της Αιγύπτου (τον τότε επικυρίαρχό τους) και παραπονιούνται, μεταξύ άλλων, για τις επιθέσεις που δέχονταν οι πόλεις τους από κάποιους άλλους ηγεμόνες οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με τους «Χαμπιρού».
Οι «Χαμπιρού» εμφανίστηκαν στη Μεσοποταμία ως εργάτες στα χωράφια, μισθοφόροι, ληστές, δούλοι, και ούτω καθεξής. Ενώ ορισμένοι μελετητές έχουν επιδιώξει να συνδέσουν τους Χαμπιρού με την κατάκτηση της Χαναάν από τους Ισραηλίτες, τα στοιχεία δεν υποστηρίζουν μια τέτοια άποψη. Σχετικά με αυτό, Το Νέο Διεθνές Λεξικό της Βιβλικής Αρχαιολογίας (The New International Dictionary of Biblical Archaeology) σχολιάζει: «Από τότε που οι Χαμπιρού ανακαλύφτηκαν για πρώτη φορά στα κείμενα της Αμάρνα, στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, διάφοροι μελετητές έχουν μπει στον πειρασμό να τους συσχετίσουν με τους βιβλικούς ‛ιβρίμ, δηλαδή τους “Εβραίους”—λέξη που αναφέρεται τριάντα τέσσερις φορές στην ΠΔ, συνήθως είτε από αλλοεθνείς είτε παρουσία αλλοεθνών. . . . Οι περισσότεροι μελετητές απορρίπτουν κάθε άμεση ταύτιση των Εβραίων με τους Χαμπιρού βασιζόμενοι στις ακόλουθες αντιρρήσεις: (1) ανακύπτουν φιλολογικές δυσκολίες στην εξομοίωση των ονομάτων, (2) το όνομα Χαμπιρού πιθανότατα είναι όρος που προσδιορίζει μια κοινωνική τάξη, ενώ η λέξη ‛ιβρί είναι εθνικός όρος, (3) υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη γεωγραφική κατανομή, στη δράση και στο χαρακτήρα των δύο ομάδων».—Επιμέλεια Ε. Μπλέικλοκ και Ρ. Χάρισον, 1983, σ. 223, 224.
Οι «Χαμπιρού» εμφανίζονται σε αιγυπτιακά κείμενα με το όνομα ‛απιρού. Τους χρησιμοποιούσαν ως εργάτες στα λατομεία και στα πατητήρια του κρασιού, καθώς και για να μεταφέρουν ογκόλιθους. Από γλωσσολογική άποψη δεν είναι δυνατόν να ταυτιστεί η αιγυπτιακή λέξη ‛απιρού με την εβραϊκή λέξη ‛Ιβρί. Εκτός αυτού, τα κείμενα παρουσιάζουν τους «Χαμπιρού» να βρίσκονται στην Αίγυπτο πολύ καιρό αφότου οι Εβραίοι είχαν φύγει από εκείνη τη χώρα.