ΙΔΔΩ
(Ιδδώ) [1-5: συντετμημένη μορφή του Αδαΐας, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Έχει Στολίσει [τον κάτοχο του ονόματος]»].
1. Γιος του Ιωάχ, Λευίτης από την οικογένεια του Γηρσώμ.—1Χρ 6:19-21.
2. Πατέρας του Αχιναδάβ, του ανθρώπου που υπηρετούσε ως διαχειριστής τροφής του Σολομώντα στη Μαχαναΐμ.—1Βα 4:7, 14.
3. Οραματιστής του οποίου τα συγγράμματα συμβουλεύτηκε ο συντάκτης του Δεύτερου Χρονικών για να αντλήσει πληροφορίες σχετικά με τις υποθέσεις των βασιλιάδων Σολομώντα, Ροβοάμ και Αβιά. Τα συγγράμματα του Ιδδώ χαρακτηρίζονται ως «ανάλυση», «σχολιολόγιο» ή «μιδράς».—2Χρ 9:29· 12:15· 13:22, υποσ.
4. Πατέρας του Βερεχία και παππούς του προφήτη Ζαχαρία. (Εσδ 5:1· 6:14· Ζαχ 1:1, 7) Ο εν λόγω Ιδδώ ίσως είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 5.
5. Ιερέας που κατονομάζεται μεταξύ εκείνων που επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ. Στις ημέρες του Αρχιερέα Ιεχωακείμ, κεφαλή του πατρικού οίκου του Ιδδώ ήταν ο Ζαχαρίας. (Νε 12:1, 4, 12, 16) Ίσως είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 4.
6. [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «εξυμνώ»· ή από μια διαφορετική ρίζα που σημαίνει «γνωρίζω»]. Γιος κάποιου Ζαχαρία, άρχοντας της μισής φυλής του Μανασσή στη Γαλαάδ την εποχή του Βασιλιά Δαβίδ.—1Χρ 27:21, 22.
7. Κεφαλή των Νεθινίμ, δηλαδή υπηρετών του ναού, που κατοικούσαν σε έναν τόπο ονομαζόμενο Κασιφία, από τους οποίους 220 συνόδευσαν τον Έσδρα στην Ιερουσαλήμ το 468 Π.Κ.Χ.—Εσδ 8:17, 20.