ΙΣΜΑΪΑΣ
(Ισμαΐας) [Είθε να Ακούσει ο Ιεχωβά· Ο Ιεχωβά Έχει Ακούσει].
1. Διακεκριμένος Γαβαωνίτης πολεμιστής που συντάχθηκε με το στρατό του Δαβίδ στη Σικλάγ πριν από το θάνατο του Σαούλ. (1Χρ 12:1, 4) Σε αυτόν τον αρχικό κατάλογο των «τριάντα» κορυφαίων πολεμιστών του Δαβίδ, ο Ισμαΐας αποκαλείται επικεφαλής τους, αλλά η απουσία του ονόματός του από μεταγενέστερους καταλόγους αφήνει να εννοηθεί ότι ίσως να είχε πεθάνει στο μεταξύ.—2Σα 23:8, 18, 19· 1Χρ 11:10, 11, 20, 21.
2. Ο άρχοντας της φυλής του Ζαβουλών στην εποχή του Δαβίδ, γιος του Αβδιού.—1Χρ 27:19, 22.