ΙΣΒΙ (Ισβί) [σημαίνει, πιθανώς, «Εξισωμένος· Εξομαλυσμένος»]. 1. Τρίτος στη σειρά κατονομαζόμενος γιος του Ασήρ και ιδρυτής της οικογένειας των Ισβιτών σε εκείνη τη φυλή.—Γε 46:17· Αρ 26:44· 1Χρ 7:30. 2. Ένας από τους γιους του Βασιλιά Σαούλ.—1Σα 14:49.