ΤΣΑΚΑΛΙ
[εβρ., ταν].
Είδος αγριόσκυλου με μακρύ, μυτερό ρύγχος και φουντωτή ουρά, το οποίο μοιάζει πολύ με την αλεπού. Το εν λόγω ζώο (θως ο χρυσός [Canis aureus]) εξακολουθεί να υπάρχει στην Παλαιστίνη. Μολονότι το τσακάλι μπορεί να κυνηγήσει και να σκοτώσει πτηνά, ακόμη και αρνιά, και ουσιαστικά μπορεί να τραφεί σχεδόν με οτιδήποτε—περιλαμβανομένων και καρπών—βασικά είναι νεκροφάγο ζώο που τρέφεται με θνησιμαία. Άρα, προσφέρει επωφελή υπηρεσία, εφόσον τα θνησιμαία θα μπορούσαν να αποτελέσουν εστίες πολλαπλασιασμού μικροβίων. Γενικά, τα τσακάλια κυνηγούν τη νύχτα κατά μόνας, κατά ζεύγη ή κατά μικρές αγέλες. Την ημέρα συνήθως κοιμούνται σε έρημα μέρη, σε υπόγειες τρύπες, σε σπηλιές, σε εγκαταλειμμένα κτίρια ή σε ερείπια.
Εφόσον τα τσακάλια κατοικούν σε άγριες, μοναχικές, ακόμη δε και έρημες περιοχές, η επικράτεια του τσακαλιού χρησιμοποιείται μεταφορικά στις Γραφές ως σύμβολο παντελούς ερήμωσης και έλλειψης κατοίκων. Διάφορες προφητείες χρησιμοποιούν αυτή τη μεταφορά για να προείπουν την ερήμωση της Ιερουσαλήμ, των πόλεων του Ιούδα, της Ασώρ, της Βαβυλώνας και του Εδώμ. (Ιερ 9:11· 10:22· 49:33· 51:37· Ησ 34:5, 13· Μαλ 1:3) Επίσης, η Αγία Γραφή μνημονεύει το σπαρακτικό θρήνο, ή αλλιώς το ουρλιαχτό, του τσακαλιού. (Ησ 13:22· Μιχ 1:8) Η κραυγή του τσακαλιού αρχίζει να ακούγεται με τη δύση του ήλιου, πρόκειται δε για παρατεταμένο ουρλιαχτό που επαναλαμβάνεται τρεις ή τέσσερις φορές, ενώ η κάθε επανάληψη είναι λίγο υψηλότερη σε τόνο από την προηγούμενη. Τελικά, το ουρλιαχτό καταλήγει σε μια σειρά από κοφτά, δυνατά, διαπεραστικά γαβγίσματα.
Στις Γραφές, το τσακάλι χρησιμοποιείται επανειλημμένα σε αλληγορικές εικόνες. Ο Ιώβ, περιγράφοντας την αξιοθρήνητη κατάστασή του, αναφωνεί ότι έχει γίνει «αδελφός των τσακαλιών». (Ιωβ 30:29) Σχετικά με μια ταπεινωτική ήττα του λαού του Θεού, ο ψαλμωδός, ίσως αναφερόμενος στο πεδίο της μάχης όπου τα τσακάλια συγκεντρώνονται για να φάνε τους σκοτωμένους (παράβαλε Ψλ 68:23), θρήνησε: «Μας συνέτριψες στον τόπο των τσακαλιών». (Ψλ 44:19) Η πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλωνίους το 607 Π.Κ.Χ. επέφερε πείνα, με αποτέλεσμα να μεταχειριστούν κάποιες μητέρες άσπλαχνα τα ίδια τους τα παιδιά. Γι’ αυτό, κατάλληλα ο Ιερεμίας αντιπαρέβαλε την άσπλαχνη συμπεριφορά «του λαού» του με τη μητρική φροντίδα των τσακαλιών.—Θρ 4:3, 10.
Επειδή η γη του Ιούδα δοκιμαζόταν από έντονες ξηρασίες όταν δεν είχε την ευλογία του Ιεχωβά, οι ζέβρες εικονίζονται να ρουφούν τον άνεμο, δηλαδή να ασθμαίνουν, σαν τσακάλια. (Ιερ 14:1, 2, 6) Απεναντίας, αναφερόμενος στην αποκατάσταση του λαού του, ο Ιεχωβά υποσχέθηκε ότι στον τόπο όπου κατοικούσαν τα τσακάλια θα φύτρωναν χορτάρι, καλάμια και πάπυροι. Και το γεγονός ότι ο Ιεχωβά θα παρείχε νερό για το λαό του στην έρημο θα έκανε ζώα σαν το τσακάλι να τον δοξάσουν.—Ησ 35:7· 43:20, 21.