ΙΑΚΕΙΜ
(Ιακείμ) [συντετμημένη μορφή του Ιεκαμίας, που σημαίνει «Ο Γιαχ Έχει Εγείρει»].
1. Απόγονος του Βενιαμίν μέσω του Σιμεΐ. Περιλαμβάνεται σε έναν κατάλογο ατόμων που ήταν κεφαλές πατρικών οίκων και κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 8:1, 19-21, 28.
2. Ο ιερέας του οποίου ο πατρικός οίκος κληρώθηκε ως η 12η από τις 24 υποδιαιρέσεις της ιερατικής υπηρεσίας στο ναό κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ.—1Χρ 24:3, 5, 12.