ΙΩΑΧ
(Ιωάχ) [Ο Ιεχωβά Είναι Αδελφός (Σύντροφος)].
1. Ένας από τους Λευίτες πυλωρούς που στις ημέρες του Δαβίδ είχαν διορισμό να φυλάνε τις αποθήκες. Τρίτος γιος του Ωβήδ-εδώμ.—1Χρ 26:1, 4, 12-15.
2. Λευίτης που καταγόταν από τον Γηρσώμ (Γηρσών), γιος του Ζιμμά. (1Χρ 6:1, 19β-21) Πιθανώς είναι ο ίδιος Ιωάχ ο οποίος μαζί με το γιο του βοήθησε στην αποκομιδή των ακάθαρτων αντικειμένων που είχε απομακρύνει από το ναό ο Εζεκίας στην αρχή της βασιλείας του.—2Χρ 29:1, 3, 12, 16.
3. Μέλος της τριμελούς επιτροπής την οποία έστειλε ο Βασιλιάς Εζεκίας για να ακούσει τι είχε να πει ο Ασσύριος αγγελιοφόρος Ραβσάκης, χωρίς ωστόσο να απαντήσει στις κατηγορίες του και στις καυχησιολογίες του. Ο Ιωάχ και οι δύο σύντροφοί του, όμως, ζήτησαν από τον Ραβσάκη να τους μιλήσει στη συριακή γλώσσα, την οποία εκείνοι καταλάβαιναν, και όχι στη γλώσσα των Ιουδαίων εις επήκοον όσων ήταν πάνω στο τείχος της πόλης. Με τα ρούχα τους σκισμένα, ανέφεραν στον Εζεκία τις απειλές του. (2Βα 18:18, 26, 36, 37· Ησ 36:3, 11, 21, 22) Η σύνταξη της εβραϊκής φράσης που αποδίδεται «Ιωάχ, ο γιος του Ασάφ, ο υπομνηματογράφος» αφήνει το περιθώριο να εννοηθεί ως «υπομνηματογράφος» είτε ο Ιωάχ είτε ο Ασάφ, αλλά το πιθανότερο είναι ότι αυτό το αξίωμα ανήκε στον Ιωάχ, δεδομένου ότι και οι άλλοι δύο που ήταν μαζί του μνημονεύονται με το αξίωμά τους.
4. Ο υπομνηματογράφος μέσω του οποίου ο Βασιλιάς Ιωσίας έστειλε χρήματα στους εργάτες για να επισκευάσουν το ναό. Γιος του Ιεχωάχαζ.—2Χρ 34:8-11.