ΙΩΚΕΙΜ (Ιωκείμ) [συντετμημένη μορφή του Ιεχωακείμ, που πιθανώς σημαίνει «Ο Ιεχωβά Εγείρει»]. Απόγονος του Ιούδα μέσω του Σηλά, του τρίτου γιου του.—1Χρ 2:3· 4:21, 22.