ΚΑΝΑΧ
(Κανάχ) [(Αρωματικό) Καλάμι].
1. Κοιλάδα χειμάρρου που αποτελούσε οροθέσιο ανάμεσα στον Εφραΐμ και στον Μανασσή. (Ιη 16:8· 17:9) Σήμερα συνδέεται συνήθως με το Ουάντι Κανά (Νάχαλ Κανά). Αυτός ο μικρός χείμαρρος πηγάζει από τη λοφώδη περιοχή, λίγα χιλιόμετρα ΝΔ της Ναμπλούς και, όπως και το Ουάντι Ίσκαρ, ρέει προς τα νοτιοδυτικά και κατόπιν ενώνεται με το Ουάντι Γιαρκόν (Νάχαλ Γιαρκόν), το οποίο εκβάλλει στη Μεσόγειο, Β του Τελ Αβίβ-Γιάφο. Ωστόσο, μερικοί λόγιοι πιστεύουν ότι στις ημέρες του Ιησού του Ναυή ο κατώτερος ρους του Ουάντι Κανά πιθανώς εξέβαλλε απευθείας στη Μεσόγειο, σε ένα σημείο περίπου 10 χλμ. βορειότερα.
2. Μεθόρια πόλη του Ασήρ. (Ιη 19:24, 28) Ταυτίζεται γενικά με το σημερινό Κανά, περίπου 12 χλμ. ΑΝΑ της Τύρου.