ΛΟΥΚΙΟΣ
(Λούκιος) [από το λατ. Lucius, το οποίο προέρχεται από μια λέξη που σημαίνει «φως· φωτισμός»].
1. Κάποιος άντρας από την Κυρήνη που ήταν συνταυτισμένος με την εκκλησία της Αντιόχειας στη Συρία, όταν ο Παύλος αναχώρησε από εκεί για το πρώτο ιεραποστολικό ταξίδι του.—Πρ 13:1-3.
2. Κάποιος Χριστιανός “συγγενής” του Παύλου ο οποίος βρισκόταν μαζί του στην Κόρινθο κατά την τρίτη ιεραποστολική περιοδεία του όταν ο απόστολος έγραψε την επιστολή του προς τους Ρωμαίους. Ο Λούκιος έστειλε μαζί με άλλους τους χαιρετισμούς του στους Χριστιανούς της Ρώμης.—Ρω 16:21.