ΜΑΧΑΡΑΪ
(Μαχαραΐ) [από μια ρίζα που σημαίνει «βιάζομαι· σπεύδω»].
Ένας από τους κραταιούς άντρες των στρατιωτικών δυνάμεων του Δαβίδ και Νετωφαθίτης. (2Σα 23:8, 28· 1Χρ 11:26, 30) Ήταν απόγονος του Ζερά και αργότερα διορίστηκε υπεύθυνος της υποδιαίρεσης των 24.000 ατόμων που διακονούσαν το βασιλιά στη διάρκεια του δέκατου μήνα.—1Χρ 27:1, 13.