ΜΑΑΛΩΝ
(Μααλών) [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «γίνομαι αδύναμος· αρρωσταίνω»].
Γιος του Ελιμέλεχ και της Ναομί. Κατά τη διάρκεια μιας πείνας στις ημέρες των Κριτών, έφυγε μαζί με τους γονείς του από τη Βηθλεέμ του Ιούδα και πήγε στον Μωάβ. Εκεί ο Μααλών παντρεύτηκε τη Μωαβίτισσα Ρουθ, αλλά πέθανε άτεκνος. (Ρθ 1:1-5· 4:10) Η Ρουθ επέστρεψε στον Ιούδα μαζί με την πεθερά της και, συμμορφούμενη με το νόμο περί ανδραδελφικού γάμου, παντρεύτηκε τον Βοόζ. (Ρθ 4:9, 10· Δευ 25:5, 6) Από την οικογενειακή γραμμή που προέκυψε προήλθε ο Δαβίδ και, τελικά, ο Ιησούς Χριστός.—Ρθ 4:22· Ματ 1:5, 6, 16.