ΜΑΛΧΑΜ
(Μαλχάμ) [Βασιλιάς Τους].
1. Βενιαμίτης και γιος του Σαχαραΐμ από τη σύζυγό του την Οδές.—1Χρ 8:1, 8, 9.
2. Ο κυριότερος ειδωλολατρικός θεός των Αμμωνιτών. (2Σα 12:30· 1Χρ 20:1, 2· Ιερ 49:1, 3) Πιθανώς ταυτίζεται με τον Μελχώμ και τον Μολόχ. (1Βα 11:5, 7· Πρ 7:43) Το όνομα Μαλχάμ στο Μασοριτικό κείμενο διαφέρει από αυτό του Μελχώμ, “του αηδιαστικού πράγματος των Αμμωνιτών”, μόνο ως προς τα εβραϊκά φωνηεντικά σημεία. (1Βα 11:5) Παραβαίνοντας την εντολή του εδαφίου Ιησούς του Ναυή 23:7, οι Ιουδαίοι άρχισαν να κάνουν όρκους επικαλούμενοι τον Μαλχάμ. (Σοφ 1:5) Το πότε η εβραϊκή αυτή λέξη πρέπει να αποδίδεται ως το όνομα του εν λόγω θεού και πότε με την έκφραση «βασιλιάς τους» καθορίζεται από τα συμφραζόμενα.—Αμ 1:15· βλέπε ΜΟΛΟΧ.