ΜΑΝΑΧΑΘ
(Μαναχάθ) [από μια ρίζα που σημαίνει «αναπαύομαι· κάθομαι»].
1. Απόγονος του Σηείρ μέσω του Σωβάλ.—Γε 36:20, 23· 1Χρ 1:38, 40.
2. Τοποθεσία στην οποία εξορίστηκαν, σε κάποιον απροσδιόριστο χρόνο, ορισμένοι «γιοι του Αώδ» που κατοικούσαν στη Γααβά. (1Χρ 8:6) Κατά την τρέχουσα άποψη μερικών, ταυτίζεται με το ελ-Μάλχα (Μαναχάτ), περίπου 6 χλμ. ΔΝΔ από το Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ.