ΜΑΡΜΑΡΟ
Κρυσταλλικός ασβεστόλιθος (ανθρακικό ασβέστιο) με πυκνούς κόκκους ο οποίος ποικίλλει ως προς το χρώμα, την υφή και την κρυσταλλική δομή και επιδέχεται μεγάλη στίλβωση. Το χρώμα του μπορεί να είναι χιονόλευκο ή να έχει πολλές αποχρώσεις του γκρίζου, του καφέ, του κίτρινου, του κόκκινου, του πράσινου και του μαύρου. Τα νερά, ή οι φλέβες, του μαρμάρου οφείλονται σε προσμείξεις οξειδίων διαφόρων μετάλλων και ανθρακούχας ύλης.
Όπως φαίνεται, στην Παλαιστίνη δεν υπήρχε μάρμαρο. Ο Λίβανος παρήγε ποικιλία μαρμάρων, αλλά τα εκλεκτότερα μάρμαρα υπήρχαν στην Πάρο και στην Αραβία. Η Σουλαμίτισσα κόρη, περιγράφοντας στις κυρίες των τιμών της αυλής του Βασιλιά Σολομώντα το βοσκό που ήταν ο αγαπημένος σύντροφός της, είπε: «Τα πόδια του στύλοι μαρμάρινοι στηριγμένοι σε πέλματα από καθαρό χρυσάφι». (Ασμ 5:15) Το περσικό ανάκτορο στα Σούσα, στις ημέρες της Βασίλισσας Εσθήρ, είχε μαρμάρινους στύλους, ενώ το δάπεδό του ήταν στρωμένο εν μέρει με μαύρο μάρμαρο. (Εσθ 1:6) Το μάρμαρο συγκαταλέγεται επίσης στα πολύτιμα εμπορεύματα “των περιοδευόντων εμπόρων της γης” που κλαίνε για την καταστροφή της Βαβυλώνας της Μεγάλης.—Απ 18:11, 12.
Είναι αβέβαιο αν ο Σολομών χρησιμοποίησε μάρμαρο στο οικοδομικό του πρόγραμμα. Ο Ιώσηπος λέει ότι χρησιμοποιήθηκε “λευκός λίθος”, φράση που μπορεί να εννοεί το μάρμαρο, αλλά η εβραϊκή λέξη που μεταφράζεται συνήθως «μάρμαρο» στο εδάφιο 1 Χρονικών 29:2 σημαίνει πιθανότατα «αλάβαστρο», και έτσι αποδίδεται σε ορισμένες μεταφράσεις. (JB, ΜΝΚ· Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Η΄, 64 [iii, 2]) Αυτή η απόδοση συμφωνεί με το Εβραϊκό και Αγγλικό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης ([A Hebrew and English Lexicon of the Old Testament] των Μπράουν, Ντράιβερ και Μπριγκς, 1980, σ. 1010), καθώς επίσης με το Λεξικό των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης ([Lexicon in Veteris Testamenti Libros] των Κέλερ και Μπαουμγκάρτνερ, Λέιντεν, 1958, σ. 966).