ΜΕΡΑΪΩΘ
(Μεραϊώθ) [πιθανώς, Στασιαστικοί].
1. Ιερέας, απόγονος του Ααρών μέσω του Ελεάζαρ. Αποκαλείται “γιος του Ζεραΐα”.—1Χρ 6:3-7, 52· Εσδ 7:3, 4.
2. Ιερέας που προσδιορίζεται ως “γιος του Αχιτώβ, ο οποίος ηγούνταν στον οίκο του αληθινού Θεού”. Ο Μεραϊώθ φαίνεται ότι ήταν πατέρας του Σαδώκ.—1Χρ 9:10, 11· Νε 11:11.
3. Ιδρυτής ενός ιερατικού πατρικού οίκου, κεφαλή του οποίου στις ημέρες του Ιεχωακείμ ήταν ο Χελκαΐ. (Νε 12:12, 15) Το όνομα «Μεραϊώθ», που ήταν το όνομα αυτού του οίκου μετά την επιστροφή των Ιουδαίων από τη βαβυλωνιακή εξορία, ίσως είναι παραλλαγή του ονόματος «Μερημώθ»—όπως ονομαζόταν ένας από τους ιερείς που συνόδευσαν τον Ζοροβάβελ στην Ιερουσαλήμ το 537 Π.Κ.Χ.—Νε 12:1, 3.