ΜΕΣΗΖΑΒΗΛ
(Μεσηζαβήλ).
1. Κάποιος άντρας από τη φυλή του Ιούδα, από την οικογένεια του Ζερά. «Ο γιος του» ο Πεθαΐας «ήταν δίπλα στο βασιλιά για κάθε ζήτημα του λαού».—Νε 11:24.
2. Πατέρας του Βερεχία και πρόγονος του Μεσουλλάμ ο οποίος έκανε επισκευές στο τείχος της Ιερουσαλήμ στις ημέρες του Νεεμία.—Νε 3:4.
3. Ένας από τους επικεφαλής του λαού, ή κάποιος απόγονός του, ο οποίος επικύρωσε με σφραγίδα την «αξιόπιστη συμφωνία» της εποχής του Νεεμία.—Νε 9:38· 10:1, 14, 21.