ΝΑΑΡΑΝ (Νααράν) [από μια ρίζα που σημαίνει «τινάζω»]. Μεθόρια πόλη των Εφραϊμιτών (1Χρ 7:20, 28) η οποία προφανώς ταυτίζεται με τη Νααρά.—Ιη 16:5, 7· βλέπε ΝΑΑΡΑ Αρ. 2.