ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟ
Διακοσμητική αλυσίδα ή κολιέ από χάντρες, χρυσάφι, ασήμι, κοράλλια, πετράδια και άλλα συναφή που φοριέται γύρω από το λαιμό. Κατά την αρχαιότητα, περιδέραια φορούσαν οι γυναίκες (Ασμ 1:10· 4:9· παράβαλε Ιεζ 16:11) αλλά και οι άντρες, ιδιαίτερα οι υψηλά ιστάμενοι. (Γε 41:41, 42· Δα 5:7, 16, 17, 29) Οι Μαδιανίτες της εποχής του Γεδεών κοσμούσαν το λαιμό των καμήλων τους με περιδέραια, από τα οποία προφανώς κρέμονταν φεγγαρόσχημα στολίδια. (Κρ 8:21, 26) Αλυσίδες που έμοιαζαν με περιδέραια χρησιμοποιούνταν ενίοτε και ως διάκοσμος, όπως για παράδειγμα στους στύλους Ιαχίν και Βοόζ στο ναό.—2Χρ 3:15-17.
Σχετικά με τους καυχησιολόγους, πονηρούς ανθρώπους αναφέρεται ότι «η υπεροψία έγινε περιδέραιό τους». (Ψλ 73:3, 6) Από την άλλη πλευρά, η διαπαιδαγώγηση του πατέρα και ο νόμος της μητέρας είναι σαν εξαίρετο περιδέραιο στο λαιμό του γιου.—Παρ 1:8, 9.