ΩΒΗΔ
(Ωβήδ) [Υπηρέτης· Κάποιος που Υπηρετεί].
1. Απόγονος του Ιούδα, πατέρας του Ιηού και γιος του Εφλάλ από την οικογένεια του Ιεραμεήλ.—1Χρ 2:3, 25, 37, 38.
2. Πατέρας του Ιεσσαί, του πατέρα του Βασιλιά Δαβίδ. Ο Ωβήδ ήταν γιος του Βοόζ από τη σύζυγό του τη Ρουθ και υπήρξε πρόγονος του Ιησού Χριστού.—Ρθ 4:13-17, 21, 22· 1Χρ 2:12· Ματ 1:5· Λου 3:32.
3. Ένας από τους κραταιούς άντρες των στρατιωτικών δυνάμεων του Δαβίδ.—1Χρ 11:26, 47.
4. Λευίτης από την οικογένεια του Κορέ, εγγονός του Ωβήδ-εδώμ και γιος του Σεμαΐα. Υπηρέτησε ως πυλωρός «στον οίκο του Ιεχωβά».—1Χρ 26:1, 4, 7, 12.
5. Πατέρας κάποιου Αζαρία, ενός από «τους εκατόνταρχους» που βοήθησαν τον Αρχιερέα Ιωδαέ να ανατρέψει τη Βασίλισσα Γοθολία ώστε να ενθρονιστεί ο Ιωάς.—2Χρ 23:1, 12-15, 20· 24:1.