ΩΝΑΜ
(Ωνάμ) [από μια ρίζα που σημαίνει «δύναμη αναπαραγωγής· δυναμική ενέργεια»].
1. Τελευταίος από τους πέντε κατονομαζόμενους γιους του Χορίτη σεΐχη Σωβάλ και εγγονός του Σηείρ, του προπάτορα των Χοριτών.—Γε 36:20, 21, 23· 1Χρ 1:40.
2. Γιος του Ιεραμεήλ και κρίκος στη γενεαλογία των Ιεραμεηλιτών στη φυλή του Ιούδα. Το όνομα της μητέρας του ήταν Αταρά.—1Χρ 2:26, 28.