ΑΥΝΑΝ
(Αυνάν) [από μια ρίζα που σημαίνει «δύναμη αναπαραγωγής· δυναμική ενέργεια»].
Δευτερότοκος γιος του Ιούδα από τη Χαναναία κόρη τού Σιουά. (Γε 38:2-4· 1Χρ 2:3) Όταν ο Ιεχωβά θανάτωσε λόγω αδικοπραγίας το μεγαλύτερο αδελφό του Αυνάν, τον Ηρ, ο οποίος πέθανε άτεκνος, ο Ιούδας είπε στον Αυνάν να κάνει ανδραδελφικό γάμο με τη Θάμαρ, τη χήρα του Ηρ. Αν γεννιόταν κάποιος γιος, αυτός δεν θα ήταν ιδρυτής της οικογένειας του Αυνάν, και η κληρονομιά του πρωτοτόκου θα περνούσε σε αυτόν, ως τον κληρονόμο του Ηρ. Αντίθετα, αν δεν ερχόταν σε ύπαρξη κάποιος κληρονόμος, ο Αυνάν θα έπαιρνε την κληρονομιά για τον εαυτό του. Όταν ο Αυνάν είχε σχέσεις με τη Θάμαρ, «άφηνε να χάνεται το σπέρμα του στη γη» αντί να το δίνει σε αυτήν. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυνανιζόταν, διότι η αφήγηση λέει πως «όταν είχε σχέσεις με τη σύζυγο του αδελφού του», τότε έκανε να χύνεται το σπέρμα του. Προφανώς επρόκειτο για «διακεκομμένη συνουσία», κατά την οποία ο Αυνάν σκόπιμα απέτρεπε την εκσπερμάτωση μέσα στο γεννητικό αγωγό της Θάμαρ. Λόγω της ανυπακοής του προς τον πατέρα του, καθώς και της πλεονεξίας του και της αμαρτίας που διέπραξε εναντίον του θεϊκού θεσμού του γάμου—και όχι λόγω αυνανισμού—ο Αυνάν, που ήταν και ο ίδιος άτεκνος, θανατώθηκε από τον Ιεχωβά.—Γε 38:6-10· 46:12· Αρ 26:19.