ΦΑΛΑΛ
(Φαλάλ) [συντετμημένη μορφή του Φελαλίας, που σημαίνει «Ο Γιαχ Μεσολαβεί»].
Άτομο που επισκεύασε ένα τμήμα του τείχους της Ιερουσαλήμ στις ημέρες του Νεεμία. Ήταν γιος του Ουζαΐ.—Νε 3:25.
Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.
Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.
(Φαλάλ) [συντετμημένη μορφή του Φελαλίας, που σημαίνει «Ο Γιαχ Μεσολαβεί»].
Άτομο που επισκεύασε ένα τμήμα του τείχους της Ιερουσαλήμ στις ημέρες του Νεεμία. Ήταν γιος του Ουζαΐ.—Νε 3:25.