ΦΙΣΤΙΚΙ
[εβρ., μποτνάχ].
Ο καρπός του δέντρου πιστακία η γνησία (Pistacia vera). Αυτό το φυλλοβόλο δέντρο ευδοκιμεί σε ξηρές περιοχές και σπανίως ξεπερνάει σε ύψος τα 9 μ. Τα φιστίκια έχουν μήκος 1,5 ως 2 εκ. και αναπτύσσονται σε μεγάλους βότρυες. Το λεπτό, αλλά σκληρό, ανοιχτόχρωμο κέλυφος των ώριμων φιστικιών καλύπτεται από μια κάπως ζαρωμένη μεμβράνη. Κάθε φιστίκι περιέχει ένα κιτρινοπράσινο σπέρμα που περιβάλλεται από λεπτή κοκκινωπή φλούδα. Τα σπέρματα έχουν ήπια, γλυκιά γεύση και συνήθως τρώγονται νωπά ή ψημένα. Μερικές φορές υφίστανται ειδική επεξεργασία για την παραγωγή ελαίου, ενώ χρησιμοποιούνται επίσης θρυμματισμένα στη ζαχαροπλαστική.
Τα φιστίκια ήταν ένα από “τα καλύτερα προϊόντα της γης” Χαναάν τα οποία οι γιοι του Ιακώβ πήγαν ως δώρο σε εκείνον που ήταν κυβερνήτης της Αιγύπτου. (Γε 43:11) Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, μεγάλες ποσότητες φιστικιών εξάγονται από περιοχές της Μέσης Ανατολής.
Η πόλη Βετονίμ, που βρισκόταν Α του Ιορδάνη, στην περιοχή του Γαδ, φαίνεται ότι είχε πάρει το όνομά της από τα φιστίκια.—Ιη 13:24, 26.