ΠΥΡΡΟΣ
(Πύρρος) [Πυρόχρωμος· Πυροκόκκινος].
Κάποιος άντρας από τη Βέροια του οποίου ο γιος, ο Σώπατρος, συνόδευσε για ένα διάστημα τον Παύλο κατά τη διάρκεια του τρίτου ιεραποστολικού του ταξιδιού, όταν εκείνος πέρασε μέσα από τη Μακεδονία.—Πρ 20:3, 4.