ΡΕΪ
(Ρεΐ) [Σύντροφος· Φίλος].
Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη συνωμοσία του Αδωνία.—1Βα 1:8.
Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.
Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.
(Ρεΐ) [Σύντροφος· Φίλος].
Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη συνωμοσία του Αδωνία.—1Βα 1:8.