ΡΩΜΑΙΟΥΣ (ΕΠΙΣΤΟΛΗ)
Βιβλίο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών το οποίο έγραψε ο απόστολος Παύλος προς τους Χριστιανούς της Ρώμης. Το γεγονός ότι ο Παύλος είναι ο συγγραφέας της επιστολής δεν αμφισβητήθηκε ποτέ σοβαρά, η δε αυθεντικότητα του βιβλίου ως μέρους του ιερού κανόνα έχει αναγνωριστεί από όλους σχεδόν τους λογίους της Αγίας Γραφής, εκτός από μερικούς οι οποίοι δεν μπορούσαν να το συνταιριάξουν με τα δικά τους δογματικά πιστεύω. Στην πραγματικότητα, η επιστολή βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις υπόλοιπες θεόπνευστες Γραφές. Μάλιστα ο Παύλος παραθέτει συχνότατα από τις Εβραϊκές Γραφές και κάνει πολυάριθμες άλλες αναφορές σε αυτές, έτσι ώστε μπορεί κάλλιστα να λεχθεί ότι η επιστολή αυτή βασίζεται ακράδαντα στις Εβραϊκές Γραφές και στις διδασκαλίες του Χριστού.
Χρόνος και Τόπος Συγγραφής. Η επιστολή γράφτηκε περίπου το 56 Κ.Χ. από την Κόρινθο. Γραμματέας του Παύλου υπήρξε προφανώς ο Τέρτιος, ο οποίος έγραψε την επιστολή καθ’ υπαγόρευσή του. (Ρω 16:22) Η επιστολή πιθανόν να μεταφέρθηκε από τη Φοίβη, που ζούσε στις Κεγχρεές, το επίνειο της Κορίνθου το οποίο απείχε από την πόλη περίπου 11 χλμ. (Ρω 16:1) Ο Παύλος δεν είχε πάει ακόμη στη Ρώμη, όπως προκύπτει από τα λόγια του στο πρώτο κεφάλαιο, εδάφια 9 ως 15.
Η Ίδρυση της Εκκλησίας στη Ρώμη. Την εκκλησία ίσως ίδρυσαν κάποιοι Ιουδαίοι και προσήλυτοι από τη Ρώμη οι οποίοι είχαν πάει στην Ιερουσαλήμ την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., είχαν παραστεί μάρτυρες της θαυματουργικής έκχυσης του αγίου πνεύματος και είχαν ακούσει την ομιλία του Πέτρου και των άλλων Χριστιανών που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί. (Πρ 2) Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, τα καλά νέα για τον Χριστό μπορεί να τα μετέφεραν στη Ρώμη άτομα που μεταστράφηκαν στη Χριστιανοσύνη αργότερα, δεδομένου ότι, εφόσον αυτή η μεγάλη πόλη ήταν το κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με την πάροδο του χρόνου εγκαταστάθηκαν πολλοί σε αυτήν, ενώ την επισκέπτονταν επίσης πολλοί ταξιδιώτες και επιχειρηματίες. Ο Παύλος στέλνει με σεβασμό χαιρετισμούς στον Ανδρόνικο και στον Ιουνία, τους «συγγενείς και συνδεσμώτες» του, οι οποίοι ήταν «διακεκριμένοι ανάμεσα στους αποστόλους» και υπηρετούσαν τον Χριστό μεγαλύτερο διάστημα από εκείνον. Αυτοί οι άντρες μπορεί κάλλιστα να είχαν συμβάλει στην ίδρυση της Χριστιανικής εκκλησίας στη Ρώμη. (Ρω 16:7) Όταν έγραψε ο Παύλος, η εκκλησία υπήρχε προφανώς για αρκετό διάστημα και ήταν τόσο δραστήρια ώστε η πίστη της συζητιόταν σε ολόκληρο τον κόσμο.—Ρω 1:8.
Σκοπός της Επιστολής. Από την ανάγνωση της επιστολής γίνεται φανερό ότι απευθύνεται σε Χριστιανική εκκλησία αποτελούμενη τόσο από Ιουδαίους όσο και από Εθνικούς. Τότε υπήρχαν πολλοί Ιουδαίοι στη Ρώμη—είχαν επιστρέψει μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα Κλαύδιου ο οποίος τους είχε εκτοπίσει πρωτύτερα. Μολονότι ο Παύλος δεν είχε πάει στη Ρώμη ώστε να ξέρει από πρώτο χέρι τα προβλήματα της εκκλησίας, ίσως είχε πληροφορηθεί την κατάσταση της εκκλησίας και τα ζητήματα που την απασχολούσαν από τους καλούς του φίλους και συνεργάτες, την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα, πιθανώς δε και από άλλους γνωστούς του. Οι χαιρετισμοί του στο κεφάλαιο 16 υποδηλώνουν ότι γνώριζε πολλά μέλη της εκκλησίας προσωπικά.
Στις επιστολές του, ο Παύλος πραγματεύτηκε συγκεκριμένα προβλήματα και ασχολήθηκε με ζητήματα που θεωρούσε πάρα πολύ ζωτικά για εκείνους στους οποίους έγραφε. Όσον αφορά την εναντίωση των Ιουδαίων, είχε ήδη γράψει προς τις εκκλησίες της Γαλατίας μια επιστολή αντίκρουσης, αλλά εκείνη η επιστολή ασχολούνταν ειδικότερα με τις προσπάθειες κάποιων Ιουδαίων που πρέσβευαν ότι ήταν Χριστιανοί, ενώ στην πραγματικότητα ήταν «Ιουδαΐζοντες», και επέμεναν ότι οι Εθνικοί που είχαν μεταστραφεί στη Χριστιανοσύνη ήταν υποχρεωμένοι να περιτέμνονται και να τηρούν διάφορες άλλες διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου. Στην εκκλησία της Ρώμης δεν φαίνεται να υπήρχε τέτοια συντονισμένη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά προφανώς υπήρχε ζήλια και αισθήματα ανωτερότητας από την πλευρά τόσο των Ιουδαίων όσο και των Εθνικών.
Επομένως, δεν επρόκειτο απλώς για επιστολή γενικού χαρακτήρα, που γράφτηκε προς την εκκλησία της Ρώμης χωρίς συγκεκριμένο για αυτήν σκοπό, όπως υποθέτουν κάποιοι, αλλά ήταν προφανώς μια επιστολή που πραγματευόταν τις ανάγκες της εκκλησίας υπό τις δεδομένες συνθήκες. Η εκκλησία της Ρώμης ήταν σε θέση να συλλάβει την πλήρη σημασία και ισχύ των συμβουλών του αποστόλου, επειδή χωρίς αμφιβολία ταλανιζόταν από αυτά ακριβώς τα ερωτήματα στα οποία εκείνος έδινε απάντηση. Είναι ολοφάνερο ότι σκοπός του ήταν να γεφυρώσει τις διαφορές απόψεων μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών Χριστιανών και να τους φέρει σε πλήρη ενότητα σαν έναν άνθρωπο ως προς τον Χριστό Ιησού. Ωστόσο, γράφοντας με το συγκεκριμένο τρόπο, ο Παύλος διαφωτίζει και εμπλουτίζει τη δική μας διάνοια όσον αφορά τη γνώση του Θεού και μεγαλύνει τη δικαιοσύνη και την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού, καθώς και τη θέση του Χριστού ως προς τη Χριστιανική εκκλησία και όλη την ανθρωπότητα.
Θέρμη και Εγκαρδιότητα. Σχολιάζοντας την αυθεντικότητα της επιστολής προς τους Ρωμαίους, ο Δρ Γουίλιαμ Πέιλι, Άγγλος λόγιος της Αγίας Γραφής, είπε: «Σε ένα πραγματικό σύγγραμμα του Αγ. Παύλου απευθυνόμενο σε πραγματικούς ανθρώπους που είχαν μεταστραφεί, αυτό θα ήταν το λογικό προϊόν της αγωνίας του να τους πείσει να υιοθετήσουν το δικό του τρόπο σκέψης. Αλλά στον τρόπο τον οποίο χρησιμοποιεί υπάρχει θέρμη και προσωπικότητα, αν μπορώ να την αποκαλέσω έτσι, τέτοια που νομίζω ότι ένα ψυχρό πλαστογράφημα δεν θα είχε γεννήσει ούτε θα είχε τροφοδοτήσει».—Παυλιαναί Ώραι (Horæ Paulinæ), 1790, σ. 50.
Ο Παύλος περιέγραψε με μεγάλη ευθύτητα και αμεσότητα τη θέση των Ιουδαίων και έδειξε ότι Ιουδαίοι και Εθνικοί βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο ενώπιον του Θεού. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πει κάποια πράγματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν προσβλητικά από τους Ιουδαίους. Αλλά η αγάπη του Παύλου για τους συμπατριώτες του και η εγκαρδιότητά του προς αυτούς φαίνονται στη λεπτότητα με την οποία χειρίστηκε αυτά τα ζητήματα. Όταν έλεγε πράγματα που ίσως ακούγονταν υποτιμητικά για το Νόμο ή για τους Ιουδαίους, μετά έκανε μια διακριτική δήλωση που άμβλυνε τις εντυπώσεις.
Για παράδειγμα, όταν είπε: «Ιουδαίος δεν είναι εκείνος που είναι εξωτερικά Ιουδαίος ούτε είναι περιτομή εκείνη που είναι εξωτερικά περιτομή, στη σάρκα», πρόσθεσε: «Ποια είναι, λοιπόν, η ανωτερότητα του Ιουδαίου ή ποιο είναι το όφελος της περιτομής; Μεγάλο με κάθε τρόπο. Πρώτα από όλα, επειδή σε αυτούς ήταν εμπιστευμένες οι ιερές εξαγγελίες του Θεού». (Ρω 2:28 3:1, 2) Αφού είπε: «Ο άνθρωπος ανακηρύσσεται δίκαιος μέσω πίστης χωρίς έργα νόμου», συνέχισε γρήγορα: «Μήπως, λοιπόν, καταργούμε νόμο μέσω της πίστης μας; Ποτέ να μη συμβεί αυτό! Απεναντίας, εδραιώνουμε νόμο». (3:28, 31) Μετά τη δήλωσή του: «Αλλά τώρα έχουμε απαλλαχτεί από το Νόμο», ρώτησε: «Είναι ο Νόμος αμαρτία; Ποτέ να μη συμβεί αυτό! Στην πραγματικότητα, δεν θα είχα γνωρίσει την αμαρτία αν δεν υπήρχε ο Νόμος». (7:6, 7) Και στο 9ο κεφάλαιο, εδάφια 1 ως 3, διατύπωσε την εντονότερη δυνατή έκφραση στοργής για τους σαρκικούς αδελφούς του, τους Ιουδαίους: «Λέω την αλήθεια σύμφωνα με τον Χριστό· δεν λέω ψέματα, αφού η συνείδησή μου δίνει μαρτυρία μαζί με εμένα σύμφωνα με άγιο πνεύμα, ότι έχω μεγάλη λύπη και ακατάπαυστο πόνο στην καρδιά μου. Διότι θα ευχόμουν να ήμουν εγώ ο ίδιος αποχωρισμένος από τον Χριστό ως ο καταραμένος, για χάρη των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα».—Παράβαλε επίσης Ρω 9:30-32 με 10:1, 2· και 10:20, 21 με 11:1-4.
Συνεπώς, μελετώντας την επιστολή διαπιστώνουμε ότι δεν πρόκειται για ανούσια ή άσκοπη συζήτηση αλλά για ομιλία με σκοπό και θέμα, και ότι κανένα τμήμα της δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητό χωρίς μελέτη όλης της επιστολής και χωρίς γνώση του σκοπού της. Ο Παύλος τονίζει την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού μέσω του Χριστού και επισημαίνει ότι μόνο με αυτή την παρ’ αξία καλοσύνη από την πλευρά του Θεού, μαζί με πίστη από την πλευρά του πιστού, ανακηρύσσονται δίκαιοι οι άνθρωποι. Σημειώνει ότι ούτε ο Ιουδαίος ούτε ο Εθνικός έχει βάση για να καυχιέται ή για να υψώνει τον εαυτό του πάνω από τον άλλον. Προειδοποιεί αυστηρά τους Εθνικούς Χριστιανούς να μην υψηλοφρονούν επειδή επωφελήθηκαν από το ότι οι Ιουδαίοι δεν δέχτηκαν τον Χριστό, εφόσον η πτώση των Ιουδαίων επέτρεψε στους Εθνικούς να έχουν την ευκαιρία να γίνουν μέλη του «σώματος» του Χριστού. Ο Παύλος λέει: «Δες, λοιπόν, την καλοσύνη και την αυστηρότητα του Θεού. Προς εκείνους που έπεσαν υπάρχει αυστηρότητα, αλλά προς εσένα υπάρχει η καλοσύνη του Θεού, με την προϋπόθεση ότι παραμένεις στην καλοσύνη του· αλλιώς, θα κοπείς και εσύ».—Ρω 11:22.
[Πλαίσιο στη σελίδα 849]
ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ
Επιστολή που εξηγεί ότι η δικαιοσύνη επιτυγχάνεται, όχι ως αποτέλεσμα καταγωγής ούτε μέσω έργων του Μωσαϊκού Νόμου, αλλά μέσω πίστης στον Ιησού Χριστό και ως αποτέλεσμα της παρ’ αξία καλοσύνης του Θεού
Γράφτηκε γύρω στο 56 Κ.Χ., περίπου 20 χρόνια από τότε που έγιναν Χριστιανοί οι πρώτοι Εθνικοί
Η δικαιοσύνη επιτυγχάνεται μέσω πίστης στον Χριστό και ως αποτέλεσμα της παρ’ αξία καλοσύνης του Θεού (1:1–11:36)
Η πίστη είναι ζωτική για σωτηρία· η Γραφή λέει: «Ο δίκαιος θα ζήσει μέσω πίστης»
Οι Ιουδαίοι, αν και εξαιρετικά ευνοημένοι από τον Θεό, δεν κατάφεραν να φτάσουν τη δικαιοσύνη μέσω του Νόμου
Οι Ιουδαίοι, όπως και οι μη Ιουδαίοι, είναι υπό την αμαρτία· «δεν υπάρχει δίκαιος ούτε ένας»
Με την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού, τόσο Ιουδαίοι όσο και μη Ιουδαίοι μπορούν να ανακηρυχτούν δίκαιοι ως δωρεά μέσω πίστης, όπως ακριβώς ο Αβραάμ υπολογίστηκε δίκαιος ως αποτέλεσμα πίστης—ακόμη και προτού περιτμηθεί
Όλοι κληρονομούν την αμαρτία και το θάνατο από έναν άνθρωπο, τον Αδάμ· μέσω ενός ανθρώπου, του Ιησού, πολλοί αμαρτωλοί ανακηρύσσονται δίκαιοι
Αυτό δεν δίνει σε κάποιον το ελεύθερο να αμαρτάνει· όποιοι παραμένουν δούλοι της αμαρτίας δεν είναι δούλοι της δικαιοσύνης
Όσοι βρίσκονταν προηγουμένως υπό το Νόμο “γίνονται νεκροί όσον αφορά το Νόμο” μέσω του σώματος του Χριστού· πρέπει να περπατούν σε αρμονία με το πνεύμα, νεκρώνοντας τις αμαρτωλές πράξεις του σώματος
Σκοπός του Νόμου ήταν να κάνει φανερές τις αμαρτίες· μόνο μέσω του Χριστού, όμως, υπάρχει σωτηρία από την αμαρτία
Ο Θεός καλεί όσους ενώνονται με τον Χριστό και τους ανακηρύσσει δίκαιους· το πνεύμα Του δίνει μαρτυρία ότι είναι γιοι Του
Ο σαρκικός Ισραήλ έλαβε τις υποσχέσεις αλλά οι περισσότεροι από αυτούς προσπαθούν να φτάσουν τη δικαιοσύνη μέσω του Νόμου, γι’ αυτό και σώζεται μόνο ένα υπόλοιπο από αυτούς· η δημόσια διακήρυξη πίστης στον Χριστό είναι απαραίτητη για σωτηρία
Η παραβολή του ελαιόδεντρου δείχνει ότι, λόγω της απιστίας του σαρκικού Ισραήλ, μπολιάστηκαν μη Ισραηλίτες ώστε να σωθεί ο αληθινός Ισραήλ
Η στάση που πρέπει να έχει κάποιος προς τις ανώτερες εξουσίες, τον εαυτό του και άλλα άτομα (12:1–15:13)
Να παρουσιάσετε το σώμα σας ως ευπρόσδεκτη θυσία στον Θεό, να ανακαινίζετε το νου σας, να χρησιμοποιείτε τα χαρίσματά σας στην υπηρεσία του Θεού, να δείχνετε αγάπη, να φλέγεστε με το πνεύμα, να υπομένετε και να νικάτε το κακό με το καλό
Να υποτάσσεστε στις ανώτερες εξουσίες
Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον· να περπατάτε με ευπρέπεια και να μην κάνετε σχέδια εκ των προτέρων για τις σαρκικές επιθυμίες
Μην κρίνετε τους άλλους σε ζητήματα συνείδησης ούτε να καταχράστε τη Χριστιανική σας ελευθερία κάνοντας όσους έχουν αδύναμη συνείδηση να προσκόπτουν
Να οδηγείστε από το παράδειγμα του Χριστού μη ευαρεστώντας τον εαυτό σας· να είστε πρόθυμοι να βαστάζετε τις αδυναμίες των άλλων, κάνοντας ό,τι είναι καλό για την εποικοδόμησή τους
Το στοργικό ενδιαφέρον του Παύλου για την εκκλησία της Ρώμης (15:14–16:27)
Ο λόγος για τον οποίο γράφει ο Παύλος είναι να εκπληρώσει το διορισμό που έχει ως απόστολος στους Εθνικούς και να γίνουν αυτοί οι Εθνικοί ευπρόσδεκτη προσφορά στον Θεό
Μη έχοντας πλέον τομέα στον οποίο δεν είχαν διακηρυχτεί ήδη τα καλά νέα, ο Παύλος θέλει να εκπληρώσει τη λαχτάρα του να επισκεφτεί τη Ρώμη και από εκεί να μεταβεί στην Ισπανία, αφού πρώτα πάει στην Ιερουσαλήμ μεταφέροντας μια συνεισφορά από τους αδελφούς της Μακεδονίας και της Αχαΐας για τους αγίους
Ο Παύλος χαιρετάει πολλούς πιστούς ονομαστικά, παροτρύνοντας τους αδελφούς να αποφεύγουν όσους προξενούν διαιρέσεις και να είναι σοφοί ως προς το καλό