ΡΟΣ
1. Γιος του Βενιαμίν ο οποίος αναφέρεται μεταξύ εκείνων που πήγαν στην Αίγυπτο το 1728 Π.Κ.Χ. μαζί με το σπιτικό του Ιακώβ ή γεννήθηκαν εκεί λίγο αργότερα. (Γε 46:21, 26· βλέπε ΒΕΝΙΑΜΙΝ Αρ. 1.) Η απουσία του ονόματός του από μεταγενέστερους καταλόγους των οικογενειών του Βενιαμίν μπορεί να υποδηλώνει ότι πέθανε άτεκνος ή ότι οι γιοι του συγχωνεύτηκαν με κάποια άλλη πατριά.
2. Όνομα που χρησιμοποιούν μερικές μεταφράσεις στα εδάφια Ιεζεκιήλ 38:2 και 39:1 (AS, JB, Le, Mo, Yg, Ro [«Ρως», ΒΑΜ, ΚΛΠ, ΛΧ, Ο΄]), το οποίο σύμφωνα με την άποψη μερικών λογίων αναφέρεται σε έναν βόρειο λαό, τους Ρους (Ρώσους), ο οποίος λέγεται ότι ζούσε κατά μήκος του ποταμού Βόλγα. Ωστόσο, δεδομένης της έννοιας αυτής της λέξης καθώς και του γεγονότος ότι χρησιμοποιήθηκε για τον Γωγ, αποδίδεται κατάλληλα ως μέρος τίτλου και όχι ως το όνομα λαού ή τοποθεσίας, δηλαδή: “επικεφαλής αρχηγός” (ΜΝΚ)· “πρώτιστος άρχοντας” (KJ, Dy, Fn, JP, RS)· “μεγάλος άρχοντας” (AT, ΜΠΚ)· “άρχοντας της κεφαλής” και “επικεφαλής άρχοντας” (Vg)· “ηγέτης και κεφαλή” (Sy)· “μεγάλος επικεφαλής” (Ταργκούμ).