ΑΛΑΤΟΧΟΡΤΟ
[εβρ., μαλλούαχ].
Αυτός ο όρος αναφέρεται μόνο μία φορά στις Γραφές ως τροφή που κατανάλωναν οι ασήμαντοι. (Ιωβ 30:4) Η λέξη της πρωτότυπης γλώσσας θεωρείται ότι παράγεται από μια ρίζα που σημαίνει «αλάτι» και έχει μεταφραστεί επίσης «αλμυρίδα» (AS, AT, Da), «κάρδαμο» (Fn), «χόρτο» (Dy) και “μολόχα” (KJ, Le, RS, ΒΑΜ). Η απόδοση “μολόχα” φαίνεται ότι προέκυψε από την ομοιότητα ανάμεσα στην εβραϊκή λέξη μαλλούαχ και στην ελληνική μολόχη. Ωστόσο, στο εδάφιο Ιώβ 30:4 οι μεταφραστές της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα δεν χρησιμοποίησαν τη λέξη μολόχες αλλά τη λέξη ἅλιμα («αλμυρά χόρτα»· βλέπε επίσης ΙΠ, ΚΛΠ, ΤΙ) η οποία, όπως και η λέξη μαλλούαχ, πιστεύεται ότι αναφέρεται είτε στην αλμυρή γεύση του φυτού είτε στην περιοχή όπου φύεται.
Το φυτό που, ως επί το πλείστον, προτείνεται ως αντίστοιχο της λέξης μαλλούαχ της Αγίας Γραφής είναι η αλιμιά (ατρίπληξ ο άλιμος [Atriplex halimus]). Συνήθως αυτός ο πυκνός θάμνος φτάνει σε ύψος το 1 με 2 μ. Έχει μικρά, παχιά και ξινά φύλλα, ενώ την άνοιξη βγάζει μικροσκοπικά μοβ λουλούδια. Φύεται σε αλμυρά εδάφη.