ΣΑΜΑ
(Σαμά) [πιθανώς συντετμημένη μορφή του Σεμαΐας, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Έχει Ακούσει»].
Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ, αδελφός του Ιεϊήλ και γιος του Χωθάμ του Αροηρίτη.—1Χρ 11:26, 44.
Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.
Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.
(Σαμά) [πιθανώς συντετμημένη μορφή του Σεμαΐας, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Έχει Ακούσει»].
Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ, αδελφός του Ιεϊήλ και γιος του Χωθάμ του Αροηρίτη.—1Χρ 11:26, 44.