ΣΑΜΜΟΥΑ
(Σαμμουά) [συντετμημένη μορφή του Σεμαΐας, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Έχει Ακούσει»].
1. Αρχηγός και εκπρόσωπος της φυλής του Ρουβήν τον οποίο έστειλε ο Μωυσής στην Υποσχεμένη Γη ως κατάσκοπο. Ήταν γιος του Ζακχούρ. Μαζί με άλλους εννιά κατασκόπους αποθάρρυνε τους Ισραηλίτες από το να πιστέψουν ότι ο Ιεχωβά θα αφάνιζε από τη Χαναάν τους εχθρούς τους.—Αρ 13:2-4, 28, 29.
2. Γιος του Δαβίδ, ένας από αυτούς που απέκτησε με τη Βηθ-σαβεέ, επομένως αμφιθαλής αδελφός του Βασιλιά Σολομώντα. (2Σα 5:13, 14· 1Χρ 14:3, 4) Μία φορά αποκαλείται Σιμεά.—1Χρ 3:5.
3. Λευίτης από τη γραμμή του Ιεδουθούν, ένας γιος ή απόγονος του οποίου, ονόματι Αβδά, έζησε στην Ιερουσαλήμ μετά τη βαβυλωνιακή εξορία. (Νε 11:17) Αποκαλείται Σεμαΐας στο εδάφιο 1 Χρονικών 9:16.
4. Ιερέας ο οποίος ήταν κεφαλή του πατρικού οίκου του Βιλγά στις ημέρες του Ιεχωακείμ, διαδόχου του Αρχιερέα Ιησού.—Νε 12:12, 18.