ΣΑΦΑΤ
(Σαφάτ) [συντετμημένη μορφή του Σεφατίας, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Έχει Κρίνει»].
1. Κάποιος αρχηγός ο οποίος εκπροσώπησε τη φυλή του Συμεών ως ένας από τους κατασκόπους που έμειναν 40 ημέρες στην Υποσχεμένη Γη. Γιος του Χορί.—Αρ 13:2, 5, 25· βλέπε ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΙ.
2. Ένας από τους βοσκούς βοδιών του Βασιλιά Δαβίδ, γιος του Αδλαΐ. Ο Σαφάτ φρόντιζε τα κοπάδια που βρίσκονταν στις κοιλάδες.—1Χρ 27:29.
3. Πατέρας του προφήτη Ελισαιέ.—1Βα 19:16, 19· 2Βα 3:11· 6:31.
4. Απόγονος του Γαδ ο οποίος ζούσε στη Βασάν.—1Χρ 5:11, 12.
5. Ένας από τους απογόνους του Βασιλιά Δαβίδ ο οποίος έζησε μετά την εξορία.—1Χρ 3:22.