ΣΕΕΡΑ
(Σεερά) [από μια ρίζα που σημαίνει «απομένω»].
Κόρη του Εφραΐμ ή του γιου του Εφραΐμ, του Βεριά. Αναφέρεται ότι έχτισε ή ίδρυσε την κάτω και την άνω Βαιθ-ορών καθώς και την Ουζέν-σεερά, αν και αυτό μπορεί να το έκαναν απόγονοί της.—1Χρ 7:22-24.