ΣΙΜΕΑΧ
(Σιμεάχ) [πιθανώς συντετμημένη μορφή του Σεμαΐας, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Έχει Ακούσει»].
1. Γιος του Μικλώθ, Βενιαμίτης και συγγενής των προγόνων του Βασιλιά Σαούλ. Καλείται και Σιμεάμ.—1Χρ 8:32· 9:35-39.
2. Άλλο όνομα του Σαμμάχ, του αδελφού του Δαβίδ.—1Σα 16:9· 2Σα 13:3, 32· βλέπε ΣΑΜΜΑΧ Αρ. 2.