ΣΙΜΡΙ
(Σιμρί) [από μια ρίζα που σημαίνει «φυλάω»].
1. Συμεωνίτης πρόγονος ενός από τους αρχηγούς που επέκτειναν τα εδάφη της φυλής τους στις ημέρες του Εζεκία.—1Χρ 4:24, 37-41.
2. Πατέρας του Ιεδιαήλ, ενός από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ, και πιθανότατα και του “Ιωχά, του αδελφού του τού Θισίτη”.—1Χρ 11:26, 45.
3. Μεραρίτης γιος του Οσά, ένας από τους Λευίτες πυλωρούς που κληρώθηκαν να υπηρετούν Δ του αγιαστηρίου. Αν και ο Σιμρί δεν ήταν ο πρωτότοκος του Οσά, ο πατέρας του τον διόρισε κεφαλή του πατρικού οίκου.—1Χρ 26:10, 12, 13, 16.
4. Ένας από τους Λευίτες που βοήθησαν στην αποκομιδή των ακάθαρτων αντικειμένων τα οποία απομάκρυνε από το ναό ο Εζεκίας. Ήταν απόγονος του Ελιζαφάν.—2Χρ 29:12-16.